φτυστός

φτυστός
η , ό копия (кого-л.);

είναι φτυστός ο πατέρας του — он весь в отца, он копня (своего) отца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φτυστός" в других словарях:

  • φτυστός — ή, ό, Ν μτφ. εντελώς όμοιος, ολόιδιος («είναι φτυστός ο πατέρας του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. γραφ τός)] …   Dictionary of Greek

  • φτυστός — ή, ό εντελώς όμοιος, ολόιδιος, απαράλλαχτος: Είναι φτυστός ο πατέρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»